-
1 ἐπιστεφής
ἐπι-στεφής, ές, die Insel Thasus ὕλης ἀγρίας ἐπιστεφής, mit Wald bedeckt; κρητῆρας ἐπιστεφέας οἴνοιο, von den bis an den Rand mit Wein angefüllten Mischgefäßen, nicht bekränzt -
2 ἐπι-στεφής
ἐπι-στεφής, ές, bei Archiloch. frg. 9 die Insel Thasus ὕλης ἀγρίας ἐπιστεφής, mit Wald bedeckt; Hom. κρητῆρας ἐπιστεφέας οἴνοιο, Il. 8, 232 Od. 2, 431, von den bis an den Rand mit Wein angefüllten Mischgefäßen, nicht bekränzt; Alte erkl. πλήρεις καὶ ὑπερχείλεις, μέχρι τῆς στεφάνης μεστούς; Buttm. Lexil. I p. 96 ff.
См. также в других словарях:
επιστεφής — ἐπιστεφής, ές (AM) ο καλυμμένος, σκεπασμένος («ὕλης ἀγρίας ἐπιστεφής», Αρχίλ.) μσν. στολισμένος («ἐπιστεφής φρονήσεως ἡ κεφαλή», Ευστ.) αρχ. φρ. «κρητῆρας ἐπιστεφέας οἴνοιο» κρατήρες γεμάτους κρασί μέχρι τη στεφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στεφής… … Dictionary of Greek